καβαλικεύω

καβαλικεύω
καβαλικεύω, καβαλίκεψα βλ. πίν. 17

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καβαλικεύω — (Μ καβαλλικεύω και καβαλικεύω και καβαλικεύγω) 1. πηγαίνω καβάλα σε άλογο ή άλλο υποζύγιο, ιππεύω 2. επιβάλλομαι σε κάποιον, κάνω κάποιον υποχείριό μου («τόν καβαλίκεψε η γυναίκα του») 3. (για ανθρώπους ή ζώα) συνουσιάζομαι, οχεύω, βατεύω, πηδώ… …   Dictionary of Greek

  • καβαλικεύω — καβαλίκεψα, καβαλικεύτηκα, καβαλικεμένος 1. ως αμτβ., γνωρίζω ιππασία: Ωραία καβαλικεύει ο στρατιώτης. 2. κάθομαι καβάλα πάνω σε κάποιο αντικείμενο: Καβαλίκεψε το θρανίο. 3. έχω κάποιον του χεριού μου, τον κάνω ό,τι θέλω: Τον καβαλίκεψε η γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κελητίζω — (ΑΜ) μσν. (κυρίως σχετικά με ποταμό) πλέω, διαπλέω με ταχύτητα αρχ. 1. ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, κάνω ιππασία 2. (με αισχρή σημ.) συνουσιάζομαι, καβαλικεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλης, ητος + κατάλ. ίζω (πρβλ. γονατ ίζω, λεβητ ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • Griego medieval — Hablado en  Grecia  Turquía …   Wikipedia Español

  • ακαβαλίκευτος — η, ο [καβαλικεύω] εκείνος τον οποίον δεν έχουν ακόμη καβαλικέψει «άλογο ακαβαλίκευτο» …   Dictionary of Greek

  • αμφιβαίνω — ἀμφιβαίνω (Α) 1. περπατώ ολόγυρα, περιφέρομαι, τριγυρίζω 2. επιβαίνω, ιππεύω, καβαλικεύω 3. στέκομαι επάνω από τραυματισμένο φίλο μου για να τόν προστατεύσω, να τόν καλύψω 4. (για πολιούχες θεότητες) προστατεύω 5. και για τα ζώα που φυλάνε τα… …   Dictionary of Greek

  • ανεβαίνω — (AM ἀναβαίνω) 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα επάνω 2. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο ή ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, μουλάρι κ.λπ. 3. κατευθύνομαι προς τον Θεό 4. φθάνω στον νου ή στην καρδιά 5. φυτρώνω 6. (για τιμή ή αξία) αυξάνομαι 7. (για ποτάμι)… …   Dictionary of Greek

  • αστραβεύω — ἀστραβεύω (Α) [αστράβη] καβαλικεύω μουλάρι …   Dictionary of Greek

  • ιππεύω — (ΑΜ ἱππεύω) [ιππεύς] ανεβαίνω σε άλογο, είμαι έφιππος, καβαλικεύω νεοελλ. 1. κάνω ιππασία, πηγαίνω καβάλα 2. κάθομαι κάπου ιππαστί, καβαλικευτά αρχ. 1. είμαι ιππέας, έφιππος («ἱππεύειν καὶ τοξεύειν καὶ ἀληθίζεσθαι», Ηρόδ.) 2. (για λαούς) έχω τη… …   Dictionary of Greek

  • καβαλίκεμα — και καβαλίκευμα, τό (Μ καβαλίκευμα) [καβαλικεύω] το να καβαλικεύει κάποιος άλογο ή άλλο υποζύγιο ή να κάθεται καβάλα πάνω σε κάτι νεοελλ. 1. (για ζώα) βάτεμα, όχευση 2. (για ανθρώπους με αισχρή σημ.) συνουσία, πήδημα μσν. μάχη εκ τού συστάδην,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”